- ἐκβαλόντες
- ἐκβάλλωthrowaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Гипатия — (Ипатия) Александрийская Ὑπᾰτία ἡ Ἀλεξάνδρεῖα … Википедия
κρόκη — (I) η (Α κρόκη, αιτ. εν. και κρόκα, ονομ. πληθ. κρόκες) το νήμα που περνά με τη σαΐτα στο στημόνι τού αργαλειού, υφάδι («υφαίνουσι δέ... ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες», Ηρόδ.) αρχ. 1. (γενικά) κλωστή, νήμα 2. κλωστή από μαλλί, κροκύς* («τρίβωνες… … Dictionary of Greek
ποιητός — ή, όν,ΜΑ [ποιώ] 1. αυτός που μπορεί να ποιηθεί, που μπορεί να κατασκευαστεί 2. αυτός που έχει δημιουργηθεί από τον θεό, σε αντιδιαστολή με τον ίδιο τον θεό που είναι άναρχος αρχ. 1. κατασκευασμένος («σάκεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. προσποιητός … Dictionary of Greek